ημιμεθής

ημιμεθής
ἡμιμεθής, -ές (Α)
σχεδόν μεθυσμένος, μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + μέθη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡμιμεθής — half drunk masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμεθεῖ — ἡμιμεθής half drunk masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡμιμεθής half drunk masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμεθεῖς — ἡμιμεθής half drunk masc/fem acc pl ἡμιμεθής half drunk masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιμέθυσος — ἡμιμέθυσος, ον (Α) ημιμεθής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”